- πώλος
- ο жеребёнок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Πῶλος — foal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πῶλος — foal masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πώλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ακραγαντίνος σοφιστής και διδάσκαλος της ρητορικής, μαθητής του μεγάλου σοφιστή Γοργία. Αναφέρεται συχνά στους πλατωνικούς διαλόγους. Έγραψε την Τέχνη, ποίημα ρητορικό, γενεαλογία των Ελλήνων που είχαν πάρει μέρος… … Dictionary of Greek
Δακὼν δὲ στόμον ὡς νεοζυγὴς πῶλος. — См. Удила закусывать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πώλω — Πῶλος foal masc nom/voc/acc dual Πῶλος foal masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πῶλε — Πῶλος foal masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πῶλε — πῶλος foal masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πῶλοι — Πῶλος foal masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πῶλοι — πῶλος foal masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πῶλον — Πῶλος foal masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πῶλον — πῶλος foal masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)